Xάρις Ποντίδα

Εγώ μέσα στην τούρλα του covid-19 έκανα μετακόμιση. Η μετακόμιση –όπως άλλωστε γνωρίζουμε όλοι – πέραν όλων των άλλων δεινών που επιφέρει βγάζει στην επιφάνεια και σκελετούς από το υπόγειο. Όλα τα αναρριχώμενα, τα βρύα και οι λειχήνες σε πνίγουν από παντού. Φωτογραφίες που ο χρόνος πρόλαβε και τις κιτρίνισε , μουσικές κρυμμένες επίτηδες για να καταλαγιάσει η σκόνη τους και να σου αφήσει περιθώριο για καινούργιες πιο καθαρές , ζιπουνάκια και λούτρινα που σου ανοίγουν ποτάμια από τρυφερές στιγμές όπου μεγαλουργούσες στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι και γενικά πράγματα και στιγμές που σε κάνουν να παρατηρείς τον χρόνο. Τον χρόνο που συστέλλεται και διαστέλλεται όπως του κατεβαίνει και που όσο τον παρατηρείς, τόσο αναπτύσσει ιδιότητες λερναίας Ύδρας. Εκεί που σαρώνω λοιπόν με το μάτι μου κούτες και ράφια, νάσου τα περιοδικά και τα αποκόμματα των εφημερίδων. Δικά μου δημοσιεύματα αλλά και συναδέλφων μου –από την εποχή που δεν είχε μπει ακόμα σοβαρά το ιντερνετ στη ζωή μας. Και ενώ είμαι έτοιμη για την τελική λύση (πιο τελική δεν γίνεται ) διακρίνω μέσα στο ημίφως το ένθετο των Νέων «Πρόσωπα»-ένα από τα πιο έγκυρα ένθετα στον ημερήσιο τύπο της εποχής, όπου συχνά πυκνά είχα την τιμή να συμβάλω και με δικά μου θέματα. Εδώ στέκομαι. Και στέκομαι γιατί μπαίνει στο πλάνο η επαγγελματική μου δραστηριότητα, η οποία μαζί με άλλα σοβαρά κομμάτια της ενήλικης ζωής μου, έφυγαν όλα μαζί, φύρδην μίγδην για το μεγάλο κουτί με τις χαιρετούρες- κι όλα αυτά τοποθετήθηκαν σε γωνιά σκιερή, να μην τα πιάνει εύκολα το φως του λαμπτήρα.

Τα Πρόσωπα λοιπόν. Το τεύχος 73, 29 Ιουλίου 2000, όπου όλο το εξώφυλλο είναι καλυμμένο με το χαρακτηριστικό σήμα του Napster (θυμάστε ; ) μεγεθυμένο στις διαστάσεις κεφαλιού μικρού παιδιού και από κάτω φαρδύς πλατύς ο όχι και τόσο ευφάνταστος αλλά σίγουρα περιεκτικότατος τίτλος Μουσική Επανάσταση. Ομολογώ ότι εδώ κώλωσα. Το θέμα το είχα κάνει εγώ και το θυμόμουν πολύ καλά. Ολη την διαδικασία. Κατ αρχήν το άγχος μου να κατανοήσω λίγο βαθύτερα αυτή την νέα ψηφιακή γλώσσα που μιλούσε…κινέζικα και έγραφε με αρχικά (MPEG-1 Layer 3 ή Mp3 , P2P δηλαδή peer to peer). Προσωπικά δεν το είχα ποτέ με την τεχνολογία αλλά πες από δω, ρώτα από κει κάτι άρχισα αν σκαμπάζω και καθώς ήταν επιβεβλημένο –χάριν του ρεπορτάζ- να μπω στην παρανομία (το napster διακινούσε την μουσική δωρεάν) κατέβασα τον «διάβολο» στο laptop μου κι άρχισα με μεγάλη δυσκολία να παίζω. Η μεγάλη μου έκπληξη θυμάμαι ήταν το ελληνικό ρεπερτόριο: όλα τα μοδάτα κομμάτια της ποπ αλλά και του έντεχνου ρεπερτορίου, παλιά ρεμπέτικα, λαϊκά, είχαν προλάβει να μπουν στη ρότα της δωρεάν ανταλλαγής. Απίστευτο ; Την ώρα δε που εγώ έκανα το συγκεκριμένο ρεπορτάζ ο 19χρονος Σον Φάνινγκ που είχε ξεκινήσει την ιστορία Napster ενάμιση χρόνο πριν πατώντας στo format mp3, πέρναγε μετα του Mp3 την πρώτη φάση δικαστικών διώξεων.

Εδώ στην εσωστρεφή Ελλάδα πώς είχαν αντιδράσει άραγε οι άμεσα ενδιαφερόμενοι; Καλλιτέχνες, δισκογραφικές, IFPI, AEΠΙ τι έλεγαν; Γιατί το πρώτο πολύ πρόχειρο τεστ που είχα κάνει στον 16χρονο τότε ανηψιό μου, που πήγαινε στο λύκειο, με έπεισε ότι τα πράγματα έτρεχαν με ταχύτητες που εμείς «οι ψηφιακοί μετανάστες» της γενιάς της γραφομηχανής ούτε που μπορούσαμε να φανταστούμε. Φυσικά χρησιμοποιούσε το Νapster. Τo Napster να μην ήξερε ; Είμαι με τα καλά μου; Ολη του η παρέα έτσι ανακάλυπτε και άκουγε μουσικές.
Τζάμπα βέβαια.

Η δισκογραφία το ήξερε αυτό; Οι καλλιτέχνες ; Τα τηλέφωνα και οι επαφές μου κατέληξαν σ αυτό που περίμενα και που εν ολίγοις επιβεβαίωνε το πόσο εσωστρεφής και αργοκίνητη ήταν η δική μας αγορά. Στραμμένοι όλοι σταθερά στα εγχώρια προβλήματα (πειρατικά cd) εταιρείες, πνευματικά δικαιώματα, IFPI και κυρίως καλλιτέχνες –κυρίως εκείνοι – ακόμα και να γνώριζαν την λέξη (napster) ήταν μακριά νυχτωμένοι για το τι σήμαινε αυτό. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες μάλιστα , το ρεπερτόριο των οποίων γύριζε ελεύθερα στον κυβερνοχώρο , άκουγαν την λέξη για πρώτη φορά : Napster; Διακινούνται δωρεάν; Μπα Τι είναι αυτό;

H θολούρα λόγω της ταχύτητας των εξελίξεων ήταν τόσο πυκνή που μπορούσες να ακούσεις τα πάντα – από αδιάφορες αντιδράσεις (γιατί αυτό ήταν κάτι «που δεν μας αφορά ακόμα εμάς») μέχρι ζοφερές προβλέψεις για το μέλλον της μουσικής (πάει καταστρέφεται η μουσική, καταστρέφονται οι καλλιτέχνες ) αλλά και ένθερμες υποστηρικτικές ατάκες (όπως του Μ. Μυτακίδη των Active Member) που εν ολίγοις ακολουθούσε την γραμμή Μπόουι και Public Enemy λέγοντας «καθόλου δεν θα με πείραζε να «με κατεβάζουν δωρεάν -στο κάτω κάτω τζάμπα διαφήμιση είναι για να κάνουμε περισσότερα λάιβ».

Περσινά ξινά σταφύλια όλα αυτά (προπολεμικά) το αναγνωρίζω. 20 χρόνια δεν είναι και λίγα. Αλλά από την άλλη πρέπει να ομολογήσω ότι για εμένα προσωπικά ενώ ο αριθμός είκοσι διατηρεί ηχητικά τουλάχιστο αναλλοίωτο το εκτόπισμα του , το περιεχόμενο του ουδεμία σχέση έχει με αυτό που είχε παλιά. Eίκοσι χρόνια πριν, σαν να λέω χθες. Αντε προχτές – κι ας ακουστώ σαν θείτσα που μιλάει για τον Εμφύλιο.

Να θυμίσω εδώ ότι το 2000 δεν υπήρχε youtube, η λέξη streaming γεννούσε αποκλειστικά εικόνες τρεχούμενου νερού και ο Mark Zuckerberg που θα έφτιαχνε αργότερα το facebook μόλις ξεκινούσε το λύκειο. Εκείνος έτρεχε με φόρα προς το μέλλον κι εμείς προσπαθούσαμε ακόμα να τα βγάλουμε πέρα με το παχουλό Nokia μας που χωρούσε δε χωρούσε 200 τηλέφωνα. H άσφαλτος έτρεχε με φόρα κάτω από τα πόδια μας, τα 16χρονα είχαν ορίσει τις δικές τους ταχύτητες και μας έκαναν μαθήματα file sharing ενώ σύμπασα η μουσική βιομηχανία (παραγωγή, διανομή, δικαιώματα και δεκάδες επαγγέλματα γύρω απ’ αυτά) προσπαθούσαν όλοι μαζί (εκτός από εξαιρέσεις) να κλείσουν το τζινι ξανά μέσα στο μπουκάλι. Σιγά μην τα κατάφερναν. Ο Σον Φάνινγκ είχε φέρει όντως μια επανάσταση στη μουσική, οι διώξεις και ο δρόμος προς το φινάλε του Napster έδωσε χρόνο να ξεπηδήσουν παρόμοια σάιτ, οι σκληροί δίσκοι γέμιζαν σιγά σιγά με εκατοντάδες τραγούδια, ο χρόνος ήταν σαφώς υπερ εκείνων που γρήγορα πηδούσαν στο τραίνο. Ο χρόνος είπαμε. Ο χρόνος έχει τον δικό του ρυθμό, δεν επιτρέπει να πάμε κόντρα. Να τον ζορίσουμε.

Δια του λόγου μου το αληθές, αν ο Napster ήταν σήμερα ζωντανός θα είχε καβατζάρει τα 20, το «ανηψούδι/ δείγμα» (που σας έλεγα πριν) έχει σήμερα δική του οικογένεια και ουδόλως πλέον ενδιαφέρεται για τις νέες τάσεις της μουσικής, ενώ το 2χρονο κοριτσάκι που τότε μου βούταγε τις σημειώσεις μου και τις έκρυβε είναι 22 ετών και μου κουνάει το δάκτυλο όταν κάνω «χαζές ερωτήσεις» για το Instagram. Η γενιά της μεγάλωσε με την οθόνη διαρκώς ανοικτή – εξ ου και η ασυνεννοησία. Δεν με καταλαβαίνει. Και με μαλώνει: Είναι δυνατόν να μάζεψα τόσες κούτες με cd και να τα μετέφερα στο νέο μου σπίτι; Μα cd; Τι να τα κάνω; Τουλάχιστον αν μιλάγαμε για βυνίλια κάπως θα το καταλάβαινε. Αλλά cd ποιος χρησιμοποιεί πλέον cd ;

«Το Νapster το ξέρεις; » την ρωτώ κάποια στιγμή. Όχι. Δεν της λέει κάτι. Λογικό. Όταν εκείνη ερχόταν εμείς γυρίζαμε- κι ας μας βγάζει τώρα την Παναγία για να μας πει δυο κουβέντες για τα stories στο Instagram.

Εδώ όμως πρέπει να ομολογήσω την επιρροή της: Μπορεί τα cd μου –όσα πήρα τέλος πάντων– να βρήκαν μια θέση στο νέο μου σπίτι, ως ακροάτρια όμως έχω μπει από καιρό (εδώ και ένα 2χρονο) στην μεγάλη δεξαμενή εκείνων που αλλάξαν εντελώς τον τρόπο που προσεγγίζουν και ακούν μουσική. Τότε μελετούσα το Napster ως μεγάλη καινοτομία που πρόλαβα και έζησα από πρώτο χέρι, τώρα πια όμως θεωρώ φυσιολογικό ότι ζω την καθημερινότητα μου με τους επιγόνους του. Γιατί ενώ δεν πρόλαβε να λειτουργήσει πολύ -από το 1999 ως το 2001- η εξάπλωση του είχε τόση φόρα που ήταν αδύνατον πλέον το ποτάμι να γυρίσει πίσω. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα απέκτησε 70 εκατομμύρια χρήστες (την στιγμή που το Spotify μετά από 13 χρόνια λειτουργίας έχει περί τους 220 εκατομμύρια) . Ο,τι ζούμε σήμερα έχει τις βάσεις του στο «παιχνιδάκι» του Σον Φάνινγκ μια που ο τρόπος προσέγγισης της μουσικής, η ποικιλία και η ελευθερία επιλογής (το να βρίσκουμε όποιο τραγούδι θέλουμε) στηρίζεται στην μέθοδο του. Με μια διαφορά. Τώρα πληρώνουμε .Και καλώς κάνουμε.

Όλο τον 20αιώνα η βιομηχανία της μουσικής στηρίχθηκε στην πώληση φυσικών προϊόντων ηχογράφησης, δίσκων, κασετών, cds ( τα λάιβ ήταν μια δευτερεύουσα πηγή εισοδήματος) οπότε ήταν λογικό να περάσει ένα μεγάλο ταρακούνημα μέχρι να βρεθούν οι νέες ισορροπίες.

Απ΄ ότι διάβασα το 2019 η digital αγορά της μουσικής είχε παγκοσμίως το κομμάτι του λέοντος, με τις υπηρεσίες streaming να μετράνε για το 56% του συνόλου των εισπράξεων της βιομηχανίας. Σύμφωνα με το IFPI 341 εκατομμύρια άνθρωποι πλήρωσαν για να έχουν υπηρεσίες streaming και οι εισπράξεις από το streaming ήταν στο τέλος του 2019 σαφώς μεγαλύτερες από ότι έφτασαν ποτέ όλες οι download πωλήσεις. Spotify, Apple Music και Pandora ηγούνται της αγοράς του streaming και το 2019 ήταν η πέμπτη συνεχής χρονιά που η μουσική βιομηχανία στις Ην.Πολιτείες βλέπει σταθερή άνοδο στις εισπράξεις της φτάνοντας σχεδόν στο επίπεδο του 2004. Το ίδιο ευχαριστημένοι μοιάζουν οι publishers ή οι εισπρακτικές εταιρείες δικαιωμάτων των καλλιτεχνών. Όλα αυτά από τις συνδρομές του πληρωμένου streaming (μέρος του οποίου πηγαίνει στις δισκογραφικές) . Όλα καλά δηλαδή. Στη θέση τους. Σοβαρά;

Ποιος ήταν πάντα ο αδύναμος κρίκος από την εποχή της ιδρύσεως της δισκογραφίας ; Μπράβο το βρήκατε. Τι είχες Γιάννη τι είχα πάντα. Αυτή την εποχή μάλιστα που ο Covid -19 έχει σχεδόν ισοπεδώσει την αγορά των live, στερώντας την κοινότητα των μουσικών από το ουσιαστικότερο έσοδο της, έρχονται σε ακόμη μεγαλύτερη αντίθεση, τα ανθηρά νούμερα της δισκογραφίας σε σχέση με την οριακή κατάσταση των μουσικών.

Έγραφε στις 3 Μαίου ο Tim Burges των Charlatans στο twitter του : «Hey Spotify νιώθω ότι δουλεύω για σένα . Πρέπει να δούμε πόσα δίνεις στους καλλιτέχνες. Πρέπει να το κοιτάξουμε και να δουλέψουμε όλοι μαζί γι αυτό. Δεν είναι δίκαιο τώρα. Εχεις ένα εξαιρετικό πράγμα –απλά πρέπει να γίνει πιο δίκαιο». Απ όσο διαβάζω δε η κουβέντα τις ημέρες αυτές γίνεται όλο και πιο πιεστική γύρω από το πως υπολογίζεται η διανομή που οι συνδρομητικές υπηρεσίες έχουν ορίσει για τους καλλιτέχνες πόσο επωφελείται η ποπ μουσική έναντι λιγότερο δημοφιλών ειδών (όπως π,χ η τζαζ ) πώς μπορούν επιβιώσουν οι νεότεροι καλλιτέχνες που ακόμα δεν έχουν μεγάλο κοινό.

Εδώ αγαπητοί μου, έχοντας παρακολουθήσει επί πολλά χρόνια μέσω της ελληνικής αγοράς (και λέγοντας αγορά βάζω μέσα καλλιτέχνες, εταιρείες, οργανισμούς κλπ) τα σούρτα φέρτα της βιομηχανίας της μουσικής μπορώ να πω ότι το κενό που μου άφησε η αποχή μου από τα πράγματα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο . Πλάκα δεν έχει; O χρόνος το είπαμε και πριν. Αν αφεθείς στον ρυθμό του συστέλλεται και διαστέλλεται κατά το δοκούν κι ενώ είσαι σίγουρη ότι τις έχεις ζήσει και τις έχει ευχαριστηθεί τις «κοσμογονικές αλλαγές» (και έτσι είναι) ταυτόχρονα έχεις το περίεργο συναίσθημα ότι όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Αμα κατεβείς σε ‘κανα υπόγειο και ανοίξεις κούτες, μόνο τότε θα με καταλάβεις.